- κατασιτούμαι
- κατασιτοῡμαι, -έομαι (Α)κατατρώγω κάτι («τὸν δὲ νούσῳ τελευτήσαντα οὐ κατασιτέονται, ἀλλὰ γῆ κρύπτουσι», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σιτοῦμαι «τρώγω» (< σῖτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατασιτούμαι — έομαι, Α τρέφομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατασιτοῦμαι «κατατρώγω κάτι»] … Dictionary of Greek